Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε που ακόμη τα ψάρια είχαν φτερά και πετούσαν κι η θάλασσα αντί για αλάτι είχε μέσα ζάχαρη,
ήταν ένα μικρό μοναχικό
αστέρι, ξεχασμένο σε μια γωνιά του απέραντου ουρανού.
Όλα τ΄άλλα αστέρια το κοιτούσαν που έστεκε μόνο του μέσα στη νύχτα και φώτιζε εκείνη τη μακρινή γωνιά με το λιγοστό του φως.
Το όνομα του ήταν Αστράβη.
Ήταν ένα μικρό
θηλυκό αστέρι, γιατί και τ΄αστέρια, όπως και τα παιδιά, είναι άλλα αγόρια κι άλλα κορίτσια. Άλλα μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα. Μόνο που στα αστέρια η ηλικία δε μετριέται σε μέρες, μήνες και χρόνια, αλλά σε
αιώνες, χιλιετίες, καμιά φορά σε
εκατομμύρια χρόνια.
Πιο κοντά στην Αστράβη, αν και αρκετά μακριά για να λέμε "κοντά" και να εννοούμε κάτι σαν "στην ίδια γειτονιά" ή σαν "στην ίδια
συνοικία", ή "στην ίδια πόλη", ή "στην ίδια χώρα", έφεγγε ένα άλλο αστέρι.
Ένα αστέρι-αγόρι.
Ήταν λίγο μεγαλύτερο και το έλεγαν Φωσγένη.
Καμιά φορά, όταν είχε όρεξη για κουβέντα φώναζε:
"Ε, Αστράβη, καλή σου νύχτα! Τι κάνεις;"
Προσπαθούσε να της πιάσει ψιλοκουβέντα, αλλά η Αστράβη δεν τον άκουγε, γιατί το μυαλό της ήταν αλλού.
Ήταν ένα αφηρημένο και συνήθως ένα αγουροξυπνημένο αστέρι...
Όλα τ΄αστέρια κοιμούνται, βλέπετε, τη μέρα...
Όταν νυχτώνει, ξυπνάνε, λένε
"καληνύχτα" και αρχίζουν να πηγαινοέρχονται στον ουρανό για να κάνουν τις δουλειές τους ή να παίξουν.
Όταν ξημερώσει, λένε
"καλημέρα", σβήνουν το φως τους και πάνε για ύπνο.
Η Αστράβη όμως έμεινε πολλές φορές άγρυπνη όλη την ημέρα, με σβησμένο το αστροφώς της, και κοιτούσε με θαυμασμό τον Ήλιο, με τις υπέροχες ζεστές κόκκινες και κίτρινες αχτίνες του, αλλά και τη Γη, με τους ανθρώπους πάνω της να τρέχουν εδώ κι εκεί, τη θάλασσα με τα ψάρια,
που όταν δεν πετούσαν κολυμπούσαν, τα δάση και τα βουνά με τα δέντρα και τα ζώα, ανάμεσά τους και τα πουλιά, και τα λουλούδια με τα ζουζούνια να ρουφούν τους χυμούς τους...
Έτσι, τη νύχτα που όλα τ΄αστέρια ξυπνούσαν, εκείνη σηκωνόταν τελευταία και ήταν πάντα νυσταγμένη κι αφηρημένη.
Ανάμεσα σ΄όλα τ΄αστέρια τ΄ουρανού υπάρχει, βλέπετε, ένας ιερός νόμος: ανάβουν το φως τους τη νύχτα και το σβήνουν την ημέρα! Γιατί την ημέρα μόνο ο Ήλιος πρέπει να φέγγει στον ουρανό.
Αν κάποιο αστέρι ξεχάσει να σβήσει το φως του όταν ξημερώσει, αυτό θεωρείται πολύ σοβαρό λάθος.
Τότε το συμβούλιο των αστεριών τού παίρνει για πάντα το φως και από αστέρι γίνεται πλανήτης, όπως η Γη.
Δεν έχει πια δικό του φως, αλλά φωτίζεται μόνο από τον Ήλιο.
Η φίλη μας η Αστράβη, λοιπόν, καθώς περνούσαν τα χιλιάδες και τα εκατομμύρια χρόνια της ζωής της, συνέχιζε να είναι κάθε νύχτα αφηρημένη και νυσταγμένη. Ώσπου μια νύχτα, όταν όλα τ΄άλλα αστέρια ξύπνησαν, είπαν
"καληνύχτα" κι άναψαν το φως τους, δεν έλεγε να ξυπνήσει, γιατί έβλεπε ένα παράξενο όνειρο.
Έβλεπε πως αντί γι΄αστέρι ήταν ένα μικρό μικρό κοριτσάκι που είχε χάσει τη μαμά του και την έψαχνε μέσα στο σκοτάδι.
"Μανούλα! Μανούλα, που είσαι;"
φώναζε συνέχεια, αναζητώντας τη μαμά του.
Ώσπου, ξαφνικά, κάποιο φως άναψε και φάνηκε μια χαμογελαστή γυναίκα, που πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της.
"Επιτέλους, κόρη μου, σε ξαναβρίσκω! Είμαι η μητέρα σου, η Γη και δε θα χαθούμε ποτέ πια!..."
Όταν η Αστράβη ξύπνησε από το παράξενο όνειρο, αφηρημένη, όπως πάντα, άναψε τα φώτα της και περίμενε ν΄αρχίσουν και τ΄άλλα αστέρια να ανάβουν τα δικά τους και να της εύχονται
"καληνύχτα". Αντί γι΄αυτό όμως άκουσε μια χοντρή και δυνατή φωνή να της λέει μ΄έναν πολύ
ηχηρό αντίλαλο:
"Χμ... Καλημέρα, μικρό αφηρημένο αστέρι!"
Άνοιξε καλά τα μάτια της και τότε πρόσεξε ότι αντί για νύχτα ήταν ημέρα και αυτός που την καλημέριζε με τη δυνατή φωνή του ήταν ο κυρ Ήλιος!
Κανονικά θα έπρεπε να΄ναι θυμωμένος, γιατί ένα αστέρι, και μάλιστα μικρούλι, τολμούσε να φέγγει μέσα στη μέρα, αλλά αυτός - πράγμα περίεργο για τις συνήθειες των
ουράνιων σωμάτων - της χαμογελούσε!
"Μη φοβάσαι, μικρή μου", της είπε όλο καλοσύνη,
"... εγώ κι η κυρά-Γη, η γυναίκα μου, θέλαμε πάντα να έχουμε ένα παιδί, ένα κοριτσάκι - αστεράκι. Εγώ να το ζεσταίνω κι εκείνη να το φροντίζει".
Πριν ακόμη συνέλθει από την τρομάρα και την έκπληξή της η αφηρημένη Αστράβη, είπε με μια φωνή που τρεμόσβηνε όπως και το φως της:
"Ναι... αλλά καλέ μου κυρ Ήλιε, τώρα τα άλλα αστέρια της νύχτας θα με τιμωρήσουνε που τόλμησα να μείνω, έστω και κατά λάθος, αναμμένο την ημέρα και θα μου πάρουνε το φως μου, κι έτσι από αστέρι, έστω και μικρό, θα με κάνουν έναν κρύο, σκοτεινό και σκονισμένο πλανήτη.."
"Αχα!..."
ξανακούστηκε τότε η δυνατή φωνή του κυρ Ήλιου, που αντιλάλησε τόσο, ώστε όλα τα πουλιά τρόμαξαν και σκόρπισαν πετώντας εδώ κι εκεί στον ουρανό.
"Μη σε νοιάζει, μικρή μου, εγώ είμ΄εδώ! Θα σου δίνω εγώ φως από το φως μου, ζέστη από τη ζέστη μου, αγάπη απ΄την αγάπη μου!"
Όμως, η μικρούλα Αστράβη, απελπισμένη όπως ήταν, είχε αρχίσει κιόλας να κλαίει μ΄αναφιλητά, έτσι που ο κυρ Ήλιος, για να την παρηγορήσει, της είπε πάλι:
"Καλή μου Αστράβη, γλυκιά μου κορούλα, εσύ δε θα γίνεις ποτέ ένας πλανήτης όπως όλοι οι άλλοι, γιατί θα΄σαι το αγαπημένο παιδί του Ήλιου και της Γης! Κι άλλο παιδί εμείς δεν έχουμε. Κανένα άλλο παιδί-αστέρι στον ουρανό δεν έχει για γονείς μια Γη σαν τη μητέρα σου κι έναν Ήλιο σαν το δικό σου πατέρα.
Εσύ θα΄σαι το βράδυ πιο λαμπερό στον ουρανό και πιο όμορφο απ΄όλα τ΄αστέρια! Κι ακόμη, ενώ εκείνα κάθε βράδυ θα βγαίνουν με το ίδιο φως, το ίδιο χρώμα και το ίδιο σχήμα, εσύ κάθε βράδυ θ΄αλλάζεις! Εσύ θά΄σαι κάτι πολύ πολύ ξεχωριστό:
Θά΄σαι ένας δορυφόρος! Ο μοναδικός δορυφόρος της Γης!
Κι ενώ στην αρχή θα μοιάζεις απλώς σαν μια φωτισμένη παρένθεση στον ουρανό, από νύχτα σε νύχτα θα μεγαλώνεις, θα μεγαλώνεις, θα μεγαλώνεις, ώσπου θα γίνεσαι σαν μια φωτισμένη φέτα γλυκό πεπόνι, κι ύστερα μια φωτισμένη μπάλα που όλα τα παιδιά του κόσμου θά΄θελαν νά΄΄χουν στα παιχνίδια τους για να παίζουν μ΄αυτήν!
Κι ύστερα πάλι, από νύχτα σε νύχτα, θα ξαναγίνεσαι σαν μια φλούδα λεμόνι ή σαν φέτα πεπόνι και μετά σαν παρένθεση, που θα κλείνει μέσα της την ευτυχία των γονιών σου και θ΄αφήνει απ΄έξω την απορία και τη ζήλια των άλλων αστεριών... Κι όχι μόνο αυτό. Θ΄αλλάζεις και χρώματα! Θά΄σαι πότε άσπρη σαν το γάλα, πότε κόκκινη σαν το τριαντάφυλλο, πότε θα παίρνεις το χρώμα του πορτοκαλιού ή του λεμονιού, ή όποιου φρούτου θέλεις, ανάλογα με τα κέφια σου!
Κι άλλες νύχτες πάλι, αν θέλεις, θα ξεκουράζεσαι στη σκιά της μάνας σου και δε θα φέγγεις καθόλου.
Κι επειδή είσαι πάντα λίγο αφηρημένη, αν θέλεις να παίζεις λίγο και την ημέρα, θα μπορείς νά΄ρχεσαι μαζί μου μερικές φορές, αλλά όχι και πολύ συχνά..."
Και λέγοντας αυτά ο κυρ-Ήλιος και η κυρα-Γη την πλησίασαν, την αγκάλιασαν και τη φίλησαν, όπως οι γονείς φιλούν τα παιδιά τους μερικές φορές κι οι δυο μαζί.
Έτσι, η μικρή αγουροξυπνημένη και μόνιμα αφηρημένη Αστράβη, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά, έγινε κόρη του Ήλιου και της Γης.
Έφυγε από εκείνη τη σκοτεινή και μακρινή γωνιά του ουρανού που ζούσε μέχρι τότε ολομόναχη κι από τότε γυρίζει παίζοντας και χορεύοντας γύρω από τη μαμά της τη Γη κι οι δυο μαζί γυρίζουν γύρω από τον πατέρα Ήλιο.
Η κυρα-Γη, σαν καλή μητέρα, τη φροντίζει, της λέει ιστορίες και παραμύθια, και ο κυρ Ήλιος, σαν καλός μπαμπάς, της δίνει το φως του και τη ζεσταίνει.
Το πρώτο βράδυ που η Αστράβη εγκαταστάθηκε στη νέα της γειτονιά κι έφεξε προς τ΄άλλα αστέρια αλλά και προς τους ανθρώπους πάνω στη γη, τότε που ακόμη τα ψάρια πετούσαν στον ουρανό κι η θάλασσα αντί για αλάτι είχε ακόμη ζάχαρη, όλοι παραξενεύτηκαν κι εντυπωσιάστηκαν πάρα πολύ σαν είδαν αυτό το παράξενο μα τόσο όμορφο και τόσο διαφορετικό απ΄όλα τα άλλα μικρό αστέρι.
Κι η έκπληξη τους κάθε βράδυ μεγάλωνε, καθώς παρατηρούσαν πως ποτέ δεν είχε ακριβώς το ίδιο σχήμα με το προηγούμενο. Από φωτεινή παρένθεση το ένα βράδυ γινότανε φλούδα λεμονιού το επόμενο! Και σιγά σιγά, κάθε νύχτα, μεταμορφωνότανε πρώτα σε μια φωτολουσμένη φέτα πεπονιού και στο τέλος σε μια μπάλα που, ανάλογα με τα κέφια της, άλλοτε ήταν κίτρινη, άλλοτε άσπρη κι άλλοτε κόκκινη ή πορτοκαλιά!
Την είδαν τα παιδιά εκεί στην Ελλάδα, σ΄ένα νησί του Αιγαίου, λίγο πριν κοιμηθούν, κι είπαν:
"Η Σελήνη!"
Και ο μικρός μικρούλης Κωνσταντίνος μάλιστα την παρακάλεσε:
"Σελήνη, Σελήνη μου καλή,
εσύ που κοιτάς από ψηλά όλη τη Γη,
πες μου αν είναι καλά ο μπαμπάς μου
που ταξιδεύει στη θάλασσα..."
Η Σελήνη του χαμογέλασε γλυκά, τόσο γλυκά, ώστε ο μικρός μικρούλης Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι ο πατέρας του ήταν μια χαρά. Χαρούμενος όπως ήταν δεν άργησε να κοιμηθεί ευτυχισμένος.
Την κοίταξαν και τα παιδιά στη γειτονική Ιταλία και είπαν:
"La Luna!"
Που πάει να πει:
"Η Σελήνη!".
Κι ο μικρός Τζώρτζιο, που κατοικούσε την Πίζα, ρώτησε τη σελήνη αν μπορούσε να ισιώσει τον
κεκλιμένο ξακουστό πύργο, πριν πέσει στα κεφάλια τους.
Η Σελήνη τον κοίταξε τότε απορημένη κι ο Τζώρτζιο κατάλαβε ότι μάλλον δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον πύργο τους αυτό το μικρό αφηρημένο αστέρι.
Όταν την αντίκρισαν τα παιδιά από τη Γαλλία φώναξαν όλο χαρά:
"Oh! Voilà la Lune!"
Που θα πει:
"Ω! Να η Σελήνη!".
"Πως φαίνεται αλήθεια από κει πάνω ο Πύργος του Άιφελ;", ρώτησε ο Ζαν Πολ, που έτρεχε με το πατίνι του στην πλατεία.
"Σαν ένας μικρός, πολύ μικρός, μα πολύ μικρός μυτερός πύραυλος!" αποκρίθηκε η Σελήνη.
Κι ο Ζαν Πολ, που δεν περίμενε βέβαια να του μιλήσει ένα αστέρι, ξαφνιάστηκε τόσο, που έπεσε απ΄το πατίνι του και χτύπησε λίγο το γόνατό του.
Από την Αίγυπτο της Αφρικής,
ένα βράδυ που τα μικρά παιδιά σήκωσαν στον ουρανό τα μεγάλα μαύρα τους μάτια
και την είδαν, απόρησαν:
"Ελ Άμαρ!"
έλεγαν κι έδειχναν τον ουρανό, στο σημείο που το φεγγάρι από αστέρι που το έλεγαν Αστράβη είχε γίνει ένας πλανήτης και μάλιστα δορυφόρος που τον έλεγαν πια Σελήνη.
Κι από τότε οι ερωτευμένοι αυτής της χώρας έλεγαν για κάθε ωραία κοπέλα:
"Ονεσέχα ζάγι ελ Άμαρ!".
Που στη γλώσσα τους θα πει:
"Το πρόσωπό της είναι σαν το Φεγγάρι!"
Γιατί ένα άλλο όνομα για κάθε αφηρημένο αστέρι που γίνεται Σελήνη είναι
"Φεγγάρι".
Από τη μακρινή Αγγλία, καθώς νύχτωνε νωρίς και μια παρέα παιδιών είχε ξεχαστεί παίζοντας ποδόσφαιρο, κλότσησαν την μπάλα τους ψηλά, τόσο ψηλά, ώστε, γυρνώντας τα κεφάλια τους προς τον ουρανό, είδαν πλάι της μια άλλη μπάλα, πιο φωτεινή.
"The Moon looks like the ball!" ,
είπε ο Τζον. Δηλαδή:
"Η Σελήνη μοιάζει με την μπάλα!".
"No, the ball looks like the Moon!" ,
απάντησε ο Τσάρλι. Δηλαδή:
"Όχι, η μπάλα μοιάζει με τη Σελήνη!"
"The Moon! This is the Moon!"
Που θα πει:
"Το Φεγγάρι! Αυτό είναι το Φεγγάρι!"
φώναξαν χαρούμενα όλα τα παιδιά μαζί κι έτρεξαν για το σπίτι τους να πλυθούν και να το πουν στους γονείς τους.
Το είδαν και δυο παιδιά στην παγωμένη πλατεία της Μόσχας, στη Ρωσία, την ώρα που ισορροπούσαν πάνω στα παγοπέδιλά τους προσπαθώντας να μάθουν να τρέχουν στον πάγο. Όπως κοιτούσαν όμως ψηλά, το ένα έπεσε πάνω στο άλλο και τα δυο πέσανε μαζί στην παγωμένη γη!
"Μίσα, στον ουρανό ψηλά έχει ένα τυροκέφαλο σαν το δικό σου!" είπε το ένα παιδί.
"Πιο πολύ μοιάζει με το δικό σου κεφάλι, που είναι σαν μεγάλο κίτρινο πεπόνι!"
του απάντησε λίγο θυμωμένος ο Πιοτρ.
"Ντα! Νο σβέτιτ τακ βέσελο ι νέζνο κακμπούτο ουλιμπάγετσα!"
συμφώνησαν στο τέλος κι οι δυο.
Που θα πει:
"Ναι! Αλλά φωτίζει τόσο γλυκά και τρυφερά, σαν να γελάει!"
Μα και στη χώρα της Ασίας που τη λένε Ινδία, μα δεν έχει Ινδιάνους αλλά... Ινδούς, το ίδιο βράδυ κάτι όμορφα παιδιά με θαυμάσια φωνή και μάτια σαν να στάζουν μέλι
κοίταξαν κι αυτά τον ουρανό όλο έκπληξη.
"Ω! Α Τάρα!.."
είπαν. Που στη γλώσσα τους θα πει:
"Α! Να το Φεγγάρι!"
Μα και στη χώρα που πρώτη βλέπει κάθε πρωί ο Ήλιος,
την ακόμη πιο μακρινή Ιαπωνία, όταν είδαν στο διάφανο ουρανό τους το νέο παράξενο αστέρι φώναξαν:
"Να, η Τσκι, η νέα κόρη του Τάιο!"
Γιατί εκεί πέρα
"Τσκι" λένε τη Σελήνη και
"Τάιο" τον Ήλιο.
Ακόμη σε μιαν άλλη ήπειρο, τη Λατινική Αμερική, σ΄ένα μικρό χωριό της Κολομβίας, καθώς νύχτωνε, ο γερο-Χοσέ κοίταξε ψηλά και, βλέποντας τον ασημένιο δίσκο στον ουρανό, φώναξε τα εγγόνια του, την Γκαμπριέλα και τον Αουρελιάνο, να τους τον δείξει
"Es una cosa que manda de regalo el Sol a la Tierra"
"Είναι κάτι που στέλνει για δώρο ο Ήλιος στη Γη", είπε ο μικρός Αουρελιάνο.
"No, es esto que ha parido la Tierra y lo manda al Sol!"
"Όχι, είναι το Φεγγάρι!" τους είπε ο γερο-Χοσέ, ο παππούς τους, χαϊδεύοντας τα μαυρομάλλικα κεφαλάκια τους.
Μόνο σε κάτι μακρινά μικρά νησάκια, στη μέση του μεγάλου ωκεανού που οι χάρτες τον ονομάζουν
"Ειρηνικό" και που οι άνθρωποι εκεί μα και όλα τα πράγματα έχουν για όνομά τους πάντα αυτό που περισσότερο τα ξεχωρίζει, τα παιδιά ρώτησαν τους γονείς τους πως λέγεται αυτό το φωτεινό τόπι που πετά στον ουρανό. Τότε εκείνοι τους είπαν απλά:
"Ω! Μα αυτό είναι το Αφηρημένο Αστέρι!..."
Κι έτσι, αν και περάσαν από τότε πολλά μα πάρα πολλά χρόνια, η Αστράβη είναι τώρα για την ηλικία των αστεριών ακόμη μια νέα και όμορφη κοπέλα που ζει ευτυχισμένη κοντά στους γονείς της, κι ας έχει πια η θάλασσα αλάτι αντί για ζάχαρη, κι ας μην πετούν πια τα ψάρια στον ουρανό...
Μόνο κάτι μικρά μικρούλια ψαράκια, τα χελιδονόψαρα, πηδούν για λίγο έξω από το νερό, για να θυμίζουν στους ανθρώπους εκείνη τη μακρινή και ξεχασμένη πια εποχή...